-
1 μῶν
μῶν, Adv., [var] contr. for μὴ οὖν, μῶν χαραδριὸν περνᾷς· Hippon.52: freq. in Trag., Com., and Pl.; usu. in questions to which a neg. answer is suggested,A surely not? μῶν ἄλγος ἴσχεις; you are not in pain, are you? S.Ph. 734, cf. E.Hec. 676, 754, Hel. 1198, Achae.9, Ar. Lys.69, Pl.Prt. 310d.—Its origin from μὴ οὖν was forgotten, hence μῶν οὖν ..; in A.Ch. 177, E.Andr.82; μῶν οὖν δῆτα ..; Ar.Pl. 845: sts. also μῶν μὴ ..; Pl.Phd. 84c, R. 505c; also μῶν οὐ ..; suggesting an affirm. answer, A.Supp. 417, S.OC 1729 (lyr.), Pl.Sph. 234a, etc.
См. также в других словарях:
μων — μῶν (Α) επίρρ. α) (χρησιμοποιείται στις περιπτώσεις που αναμένεται αρνητική απάντηση) ώστε όχι, ώστε δεν («μῶν ἄλγος ἴσχεις τῆς παρεστώσης νόσου;», Σοφ.) β) φρ. «μῶν οὐ» και «μῶν μή» (χρησιμοποιείται στις περιπτώσεις που αναμένεται καταφατική… … Dictionary of Greek